-
1 ὑπεξάγω
ὑπεξ-άγω [ᾰ],A carry out from under or secretly, esp. out of danger into safety,ἀλλά σε δαίμων οἴκαδ' ὑπεξαγάγοι Od.18.147
;ὑπὲκ θανάτου ἀγάγωμεν Il.20.300
:—[voice] Med., ; cf. .2 in Medic. sense, carry off,κάτω ὑ. Hp.Loc.Hom.30
, cf. Aret.CA2.6; ὑ. κοιλίαν relax the bowels, Plu.2.635b;τὰ σκύβαλα Artem.1.67
.2 intr., withdraw, retire slowly, Hdt.4.120, X. Cyr.3.3.60.III behave, εὐνοϊκῶς καὶ φιλοδόξως πρὸςπάντας τοὺς πολίτας BMus.Inscr.925b14
(Branchidae, i B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπεξάγω
См. также в других словарях:
υπεξάγω — ὑπεξάγω ΝΜΑ [ἐξάγω] εξάγω κρυφά, λαθραία («ἵνα... παῑδας καὶ γυναίκας ὑπεξαγάγωνται ἐκ τῆς Ἀττικῆς», Ηρόδ.) αρχ. 1. εξάγω από κάτω 2. αποσπώ 3. (αμτβ.) α) αποχωρώ σταδιακά («ἠμέρης καὶ τούτους ὁδῷ προέχοντας τῶν Περσέων ὑπεξάγειν», Ηρόδ.) β)… … Dictionary of Greek